Γεώργιος — I (275 – 305 μ.Χ.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, γνωστός ως Τροπαιοφόρος και Θαυματουργός. Πληροφορίες για τη ζωή του περιέχουν τα Συναξάρια. Γεννήθηκε από εύπορους χριστιανούς γονείς και διέθετε πολλά φυσικά και πνευματικά χαρίσματα.… … Dictionary of Greek
Κοτζιάς, Γεώργιος — (1919 – 1977). Γιατρός και ερευνητής. Ήταν γιος του δημάρχου της Αθήνας Κωνσταντίνου Κοτζιά (βλ. λ.). Αποφοίτησε από την ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε στο Χάρβαρντ. Μετά την αποφοίτησή του δίδαξε ιατρική στο… … Dictionary of Greek
Βρούτος, Γεώργιος — (Αθήνα 1843 – 1908). Γλύπτης. Σπούδασε στο Σχολείο των Τεχνών στην Αθήνα με δάσκαλο τον Ιωάννη Κόσσο. Από το 1866 έως το 1873 μαθήτευσε στη Ρώμη, στη σχολή του Κανόβα. Το 1883 διαδέχτηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών Αθηνών τον Λεωνίδα Δρόση και δίδαξε… … Dictionary of Greek
Ζηκίδης, Γεώργιος — (Βίτσι, Ήπειρος 1852 – Αθήνα 1920). Λόγιος. Οπαδός του Κωνσταντίνου Κόντου, που επιθυμούσε τον καθαρισμό της ελληνικής γλώσσας με βάση την αρχαία παράδοση. Συνέταξε το αξιομνημόνευτο Λεξικόν ορθογραφικόν και χρηστικόν της Ελληνικής γλώσσης (1899) … Dictionary of Greek
Κωδινός, Γεώργιος — (15ος αι.). Βυζαντινός ιστορικός. Επικράτησε η απόδοση σε αυτόν τριών έργων: Πάτρια της Πόλεως, Περί των οφφικιαλίων του παλατίου Κωνσταντινουπόλεως και των οφφικίων της Μεγάλης Εκκλησίας και η χρονογραφία Περί των από κτίσεως κόσμου ετών μέχρι… … Dictionary of Greek
Μανιάκης, Γεώργιος — (11ος αι. μ.Χ.). Βυζαντινός στρατηγός. Έδρασε την περίοδο της παρακμής της Μακεδονικής δυναστείας, θεωρούμενος ως ένας από τους τελευταίους σημαντικούς στρατιωτικούς. Οι πρώτες επιχειρήσεις του Μ. διεξήχθησαν στη Συρία, με αλλεπάλληλες νίκες οι… … Dictionary of Greek
Σφραντζής, Γεώργιος — Βυζαντινός ιστορικός των χρόνων της άλωσης (Κωνσταντινούπολη 1401 Κέρκυρα μετά το 1478). Μετά τις μέτριες μάλλον σπουδές του μπήκε στην υπηρεσία του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, τον οποίο ακολούθησε και στο Μιστρά, όταν ο νεαρός τότε Κωνσταντίνος… … Dictionary of Greek
Υπομενάς, Γεώργιος — Ιατροφιλόσοφος από την Τραπεζούντα (17ος 18ος αι.). Για πολλά χρόνια έζησε στις Παραδουνάβιες ηγεμονίες. Είχε κερδίσει την εύνοια του ηγεμόνα Κωνσταντίνου Βασσαράβα, από τον οποίο στάλθηκε στην Πάντοβα, όπου σπούδασε ιατρική και φιλοσοφία. Μετά… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek